- ἀρρωστῆσαν
- ἀρρωστέωto be unwellaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ματαιώνω — (ΑM ματαιῶ, όω) [μάταιος] καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο νεοελλ. 1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση τού λαού ματαίωσε το πραξικόπημα») 2. ακυρώνω … Dictionary of Greek
ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… … Dictionary of Greek